- ζατρικίζω
- αμετ. играть в шахматы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζατρικίζω — (Μ ζατρικίζω) [ζατρίκιο] παίζω ζατρίκιο, σκάκι … Dictionary of Greek
ζατρικιστής — ο [ζατρικίζω] αυτός που παίζει ζατρίκιον, ο σκακιστής … Dictionary of Greek